- καβαλίκευμα
- το1. το να επιβαίνει κανείς σε άλογο ή άλλο ζώο.2. το να κάθεται κανείς καβάλα πάνω σε κάποιο αντικείμενο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καβαλίκεμα — και καβαλίκευμα, τό (Μ καβαλίκευμα) [καβαλικεύω] το να καβαλικεύει κάποιος άλογο ή άλλο υποζύγιο ή να κάθεται καβάλα πάνω σε κάτι νεοελλ. 1. (για ζώα) βάτεμα, όχευση 2. (για ανθρώπους με αισχρή σημ.) συνουσία, πήδημα μσν. μάχη εκ τού συστάδην,… … Dictionary of Greek
καβάλημα — το καβαλίκευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)